- τσεκάρω
- τσεκάρω, τσέκαρα και τσεκάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τσεκάρω — Ν ελέγχω και σημαδεύω ονόματα ή αριθμούς σε κατάσταση ή πίνακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. check «ελέγχω»] … Dictionary of Greek
τσεκάρω — βλ. τσακάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεκάρισμα — το, Ν [τσεκάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσεκάρω … Dictionary of Greek
τσακάρω — και τσεκάρω τσακάρισα, τσακαρίστηκα, τσακαρισμένος, κάνω τσακάρισμα (βλ. λ.), ελέγχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)